- φαρμακός
- ὁ, ΜΑκακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμααρχ.1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί(στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς περιέφεραν στην πόλη για να τήν απαλλάξουν από το μίασμα και τους οποίους έριχναν, μετά, στη θάλασσα ή τούς έδιωχναν με μαστίγια έξω από τα σύνορα ή τούς έκαιγαν και σκόρπιζαν τη στάχτη τους μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον, με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου. Πρόκειται για το εξιλαστήριο θύμα που απαλάσσει από το μίασμα, δηλ. φάρμακο, με τη μορφή προσώπου].
Dictionary of Greek. 2013.