φαρμακός

φαρμακός
ὁ, ΜΑ
κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα
αρχ.
1. απόβρασμα τής κοινωνίας, κακούργος
2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί
(στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τούς περιέφεραν στην πόλη για να τήν απαλλάξουν από το μίασμα και τους οποίους έριχναν, μετά, στη θάλασσα ή τούς έδιωχναν με μαστίγια έξω από τα σύνορα ή τούς έκαιγαν και σκόρπιζαν τη στάχτη τους μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον, με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου. Πρόκειται για το εξιλαστήριο θύμα που απαλάσσει από το μίασμα, δηλ. φάρμακο, με τη μορφή προσώπου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαρμακός — one sacrificed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακος — poisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακος — ὁ, ἡ, Α δηλητηριαστής ή μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακός, με αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τού φάρμακον «δηλητήριο, φαρμάκι» και «μαγεία, μαγγανεία» (για σημ. βλ. λ. φάρμακο)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοί — φαρμακός one sacrificed masc/fem nom/voc pl φαρμακόω medicate pres subj mp 2nd sg φαρμακόω medicate pres ind mp 2nd sg φαρμακόω medicate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακούς — φαρμακός one sacrificed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακέ — φαρμακός one sacrificed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακόν — φαρμακός one sacrificed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκους — φάρμακος poisoner masc acc pl φαρμακόω medicate imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρμακοι — φάρμακος poisoner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριφάρμακος — ον, Μ μτφ. (σχετικά με την κενοδοξία, αλαζονεία και ζηλοτυπία) αυτός που περιέχει τρία δηλητήρια («ἡ τρίσειρος ἅλυσις τῶν κακῶν, το τριφάρμακον κέρασμα τῶν παθῶν, ἡ τριττὴ γλώττα τῶν αἱρετικῶν», Νειλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάρμακος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”